- φηλητευω
- φηλητεύωмошенничать, воровать HH.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φηλητεύω — Α (ποιητ. τ.) βλ. φιλητευω … Dictionary of Greek
φηλητεύσειν — φηλητεύω fut inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλητεύω — και ποιητ. τ. φηλητεύω Α [φιλήτης / φηλήτης] απατώ, εξαπατώ … Dictionary of Greek